- σύμμειξις
- σύμμειξιςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμμείξει — σύμμειξις fem nom/voc/acc dual (attic epic) συμμείξεϊ , σύμμειξις fem dat sg (epic) σύμμειξις fem dat sg (attic ionic) συμμίγνυμι aor subj act 3rd sg (epic) συμμίγνυμι fut ind mid 2nd sg συμμίγνυμι fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμείξεις — σύμμειξις fem nom/voc pl (attic epic) σύμμειξις fem nom/acc pl (attic) συμμίγνυμι aor subj act 2nd sg (epic) συμμίγνυμι fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμμειξιν — σύμμειξις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμμειξη — η / σύμμειξις, είξεως, ΝΑ βλ. σύμμιξη … Dictionary of Greek
σύμμιξη — και σύμμειξη, η / σύμμιξις και σύμμειξις, (ε)ίξεως, ΝΜΑ [συμμ(ε)ιγνύω] ανάμιξη, μίξη, ανακάτωμα νεοελλ. 1. συνένωση 2. (νομ.) ανάμιξη κινητών πραγμάτων κατά τρόπο που καθιστά ασύμφορο ή αδύνατο τον χωρισμό τους αρχ. 1. συνάφεια, σχέση («ἀνδρὶ δὲ… … Dictionary of Greek
συμμείξεως — συμμείξεω̆ς , σύμμειξις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμείξῃ — συμμείξηι , σύμμειξις fem dat sg (epic) συμμίγνυμι aor subj mid 2nd sg συμμίγνυμι aor subj act 3rd sg συμμίγνυμι fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)